- φράξαντες
- φράσσωfence inaor part act masc nom/voc plφράζωpoint outaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… … Dictionary of Greek
προθέλυμνος — ον, Α 1. αυτός που αποσπάστηκε με τη ρίζα του («πολλὰς ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας», Ομ. Ιλ.) 2. (πιθ. ερμ.) επάλληλος, συνεχής («φράξαντες σάκος σάκεϊ προθελύμνῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»)] … Dictionary of Greek